Οι ιστορίες μου #7: «Το γράμμα που δεν έστειλα»

17 Ιουν 2025

«Το γράμμα που δεν έστειλα»* είναι μια ιστορία - επιστολή, που δημιουργήθηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής, εμπνευσμένη από έναν πίνακα της Μαριλίτσας Βλαχάκη. Κάθε στοιχείο του πίνακα — το καφενείο, οι τοίχοι, το φως, το τραπέζι, το φλιτζάνι με τον κρύο καφέ, το τετράδιο, ο καπνός και το κοστούμι— ενσωματώνεται στην αφήγηση, συνδέοντας τις αναμνήσεις του αποστολέα με την αγαπημένη του..


«Το γράμμα που δεν έστειλα»


Αγαπημένη μου, 


Σου γράφω, αυτή την κρύα νύχτα του ΄80, από το μέρος που τόσο αγαπούσες. Τη μικρή μας κρυψώνα. Την καφετέρια με τους τοίχους που ψιθυρίζουν ιστορίες από εποχές που εσύ τόσο αγαπούσες να μελετάς, εκείνες τις δεκαετίες του '60 και του '70 που σε μάγευαν. Ναι, είμαι εδώ, σε εκείνο ακριβώς το τραπέζι, το στρογγυλό, με τα σκαλιστά πόδια, που καθόμασταν για ώρες. Το φως εδώ μέσα είναι πάντα χαμηλό, φωτίζοντας μόνο το φλιτζάνι με τον κρύο πια καφέ. Θυμάμαι πόσο μισούσες τον κρύο καφέ. Εγώ, πάλι, πάντα τον άφηνα να κρυώσει, χαμένος στις σκέψεις, στις σκέψεις για σένα. 


Κάθομαι εδώ, όπως με θυμάσαι, στο ίδιο σημείο που καθόμασταν πάντα μαζί, στο ίδιο στρόγγυλο τραπέζι, με το τετράδιό μου ανοιχτό, προσπαθώντας να βρω τις λέξεις που αρνούνται να εμφανιστούν. Η σιωπή εδώ διακόπτεται μόνο από τον ήχο του φλιτζανιού μου όταν το ακουμπώ απαλά στο ξύλο. Νιώθω ότι οι πέτρινοι τοίχοι ψιθυρίζουν παλιές ιστορίες, κι αυτό κάποιες φορές είναι παρηγοριά, κι άλλες φορές βάρος. Ο καπνός (ναι, ακόμα καπνίζουν εδώ) μπλέκεται με τη μυρωδιά του παλιού ξύλου και του δυνατού καφέ. Μια μυρωδιά που με ταξιδεύει πίσω στις ατελείωτες βραδιές μας, όταν χανόμασταν σε συζητήσεις για την τέχνη, τη ζωή, τα όνειρά μας. Πόσες φορές δεν ονειρευτήκαμε να ανοίξουμε ένα τέτοιο μέρος, που να θυμίζει παλιές εποχές και να πλημμυρίζει με μουσική από ένα παλιό πικάπ. 


Το κοστούμι μου φαντάζει περιττό μέσα σε αυτή την απλότητα, αλλά είναι μια συνήθεια που δεν μπορώ να κόψω. Είναι μια προσπάθεια να διατηρήσω κάποια ισορροπία, στη ζωή μου, που έγινε τόσο χαοτική μετά την απουσία σου. Θυμάμαι που με πείραζες που ήμουν πάντα τόσο επιμελής, ακόμα και για έναν καφέ. Ήταν μια συνήθεια από τα φοιτητικά μου χρόνια, το κοστούμι ήταν σχεδόν η καθημερινή μου στολή. Προσπαθώ να καταγράψω τις σκέψεις μου, τις ιδέες που με βασανίζουν, αλλά ο μόνος ήχος που ακούω είναι ο δικός μου παλμός, ο χτύπος μιας καρδιάς που κουβαλάει ένα μυστικό, ένα βάρος. 


Προσπάθησα να σου πω τόσα πολλά, τότε, αλλά οι λέξεις έμειναν στα χείλη μου. Όσο κι αν ήθελα, δεν τόλμησα ποτέ να σου πω πόσο βαθιά σ’ αγάπησα. Ήταν μια αγάπη που ξεπερνούσε τις λέξεις, τόσο μεγάλη που φοβόμουν να την εκφράσω, μήπως και τη χάσω. Και τώρα, κάθομαι εδώ, στο αγαπημένο σου καφενείο, με το φλιτζάνι του καφέ μας, εκείνον τον τελευταίο που δεν ήπιαμε ποτέ. Ήταν να συναντηθούμε, το θυμάσαι; Και εγώ, εγώ δεν πρόλαβα. 


Θυμάσαι που λέγαμε ότι θα βρίσκαμε χρόνο; Ένα άλλο πρωινό, ένας άλλος καφές. Λοιπόν, βρήκα το χρόνο. Και τις λέξεις. Και την τόλμη να σου πω όλα αυτά. Αλλά ξέρω, αγαπημένη μου, αυτό το γράμμα δεν θα φτάσει ποτέ σε σένα. 


Με αιώνια νοσταλγία και μια αγάπη που θα ζει για πάντα, 

Ο Ορέστης σου!!!


* «Το γράμμα που δεν έστειλα» σηματοδοτεί μια ανείπωτη αγάπη. Η αναφορά στον "τελευταίο καφέ που δεν ήπιαμε ποτέ" αφορά την αναβολή της συνάντησης. Ενώ η αποκάλυψη στο τέλος ότι η παραλήπτρια δεν είναι πια ζωντανή, καθιστά το γράμμα ένα θρήνο και μια εξομολόγηση που δεν μπορεί να ακουστεί. 

Δημοσίευση σχολίου