Η Εύη Δουργούτη επιστρέφει δυναμικά στη λογοτεχνία με το νέο της μυθιστόρημα «Η Οργή που Ματώνει τη Μέρα», ένα έργο που συνδυάζει μυστήριο, ψυχολογικό βάθος και κοινωνικούς προβληματισμούς. Με καταγωγή από τον Έβρο, η συγγραφέας έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά της με τρία προηγούμενα βιβλία — δύο για ενήλικες και ένα παιδικό — τα οποία κυκλοφόρησαν από άλλο εκδοτικό οίκο. Στο νέο της έργο, μας μεταφέρει στην Ορεινή Αρκαδία της δεκαετίας του ’80, όπου μια σειρά από ανατροπές και μυστικά υφαίνουν την πλοκή. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου, μιλήσαμε μαζί της για τις πηγές έμπνευσης, τις προκλήσεις της συγγραφής και την προσωπική της διαδρομή.
«Η Οργή που Ματώνει τη μέρα» αποτελεί το τρίτο σας προσωπικό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη. Πως γεννήθηκε η ιδέα της ιστορίας;
Το συγκεκριμένο βιβλίο «γεννήθηκε» από έναν εφιάλτη που είδα κάπου το 2019. Ήταν ένα έντονο όνειρο, τόσο ζωντανό που χαράχτηκε στο μυαλό μου για μέρες. Εκείνη την περίοδο πειραματιζόμουν με διάφορες ιδέες αναζητώντας την έμπνευση για ένα νέο μυθιστόρημα. Εντελώς αυθόρμητα δοκίμασα να αναπτύξω και αυτή τη σκέψη. Και κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβω, άρχισε να παίρνει μορφή το βιβλίο που κρατάμε σήμερα στα χέρια μας. Δεν ήταν εξαρχής η πρόθεσή μου να γράψω για μια γυναικοκτονία, όμως μετά τον εφιάλτη αυτό, είχα ξεκάθαρη εικόνα της κεντρικής υπόθεσης.
Η Ορεινή Αρκαδία της δεκαετίας του ΄80 είναι το σκηνικό που διαδραματίζεται ένα μέρος της ιστορίας σας. Γιατί επιλέξατε αυτήν την εποχή και αυτόν τον τόπο;
Επέλεξα την Ορεινή Αρκαδία γιατί είναι από τα αγαπημένα μου μέρη και έχει για εμένα μια γοητεία αλλιώτικη. Ήθελα να αποτυπώσω έναν τόπο όπου ο χρόνος κυλά διαφορετικά, όπου οι άνθρωποι ζουν κοντά στη φύση αλλά και στις δικές τους ιστορίες και προκλήσεις. Η δεκαετία του ’80 προσφέρει επίσης ένα πλαίσιο διαφορετικό από το σήμερα, με τα γεγονότα, τις συνήθειες και τις μικρές καθημερινές στιγμές που καθόρισαν τότε την καθημερινότητα. Ο τόπος και ο χρόνος γίνονται σχεδόν χαρακτήρες που επηρεάζουν τις ιστορίες των ηρώων και την ατμόσφαιρα της αφήγησης.
Το μυθιστόρημα συνδυάζει δυο χρονικές περιόδους και δείχνει πως το παρελθόν επηρεάζει το παρόν. Υπήρξαν προκλήσεις στη διαχείριση αυτής της δομής;
Ναι, η διαχείριση δύο χρονικών περιόδων αποτέλεσε μια ιδιαίτερη πρόκληση κυρίως σε ό,τι αφορά τη ροή και τη συνοχή της αφήγησης. Ήθελα οι δύο ιστορίες να συνομιλούν χωρίς να μπερδεύονται, να φωτίζει η μία την άλλη. Κι αυτό απαιτούσε προσοχή στη δομή, στον ρυθμό και στη συναισθηματική ισορροπία. Ήταν μια απαιτητική αλλά και γοητευτική διαδικασία γιατί μέσα από αυτήν συνειδητοποίησα πως, όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, τα ανθρώπινα ένστικτα και οι ανάγκες παραμένουν τα ίδια.
Πόσος χρόνος χρειάστηκε για την ολοκλήρωση του βιβλίου;
Χρειάστηκαν περίπου 2 χρόνια! Η συγκεκριμένη ιστορία παρέμεινε στο συρτάρι για πάρα πολύ καιρό, αφού το ολοκλήρωσα το 2021. Στεναχωρήθηκα, θύμωσα, απελπίστηκα και τη στιγμή που αισθάνθηκα πως θα παραιτηθώ από την προσπάθεια και πως αυτή η ιστορία θα μείνει τελικά σ’ εκείνο το σκοτεινό συρτάρι, ως δια μαγείας, όλα ανατράπηκαν.
Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο και τους χαρακτήρες του.
Η γυναικοκτονία είναι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρο το σύμπαν της αφήγησης. Το έγκλημα λειτουργεί σαν σεισμός, και οι μετασεισμοί του (τα αποτελέσματα που αφήνει πίσω του) διαρκούν για δεκαετίες. Η νεαρή κοπέλα βιάζεται και δολοφονείται από πέντε αγόρια, που δεν είναι ξένοι, αλλά μέλη της ίδιας κοινότητας. Η βία υπάρχει μέσα στον ίδιο μας τον κοινωνικό ιστό. Ο ήρωας επιστρέφει 40 χρόνια μετά για να ξεθάψει ένα μυστικό, όχι μόνο για να αποδοθούν ευθύνες, αλλά και για να ακουστεί μια φωνή που είχε θαφτεί. Το ζητούμενο δεν είναι απλώς «ποιος το έκανε;», αλλά «γιατί σωπάσαμε;».
Οι χαρακτήρες προσπάθησα να έχουν κάτι το οικείο. Θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, πρόσωπα που συναντάμε καθημερινά, κουβαλώντας ο καθένας τη δική του ιστορία, τις πληγές και τα όνειρά του. Όλοι φέρουν τον δικό τους σταυρό: άλλος βαρύτερο, άλλος πιο διαχειρίσιμο. Κουβαλούν σκοτάδια, μυστικά και τραύματα και παλεύουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες κι αυτό τους κάνει πραγματικούς, ανθρώπινους, και οικείους στον αναγνώστη.
Τα προηγούμενα τρία βιβλία σας κυκλοφόρησαν από άλλο εκδοτικό. Σας επηρέασε αυτή η αλλαγή στο ύφος και στην θεματική του νέου σας βιβλίου;
Κάθε συνεργασία αφήνει το αποτύπωμά της όμως το ύφος και η θεματική μου εξελίσσονται κυρίως μέσα από την προσωπική μου πορεία. Επομένως η αλλαγή εκδοτικού δεν υπήρξε ο λόγος της αλλαγής στο ύφος μου. Περισσότερο αντικατοπτρίζει μια δική μου φυσική εξέλιξη. Με τα χρόνια τα ερεθίσματα αλλάζουν, μαθαίνεις νέα πράγματα, ωριμάζεις ως άνθρωπος και ως δημιουργός. Έτσι, κάθε βιβλίο γίνεται ένα βήμα που φέρνει κάθε συγγραφέα πιο κοντά στον «σημερινό» του εαυτό.
Υπάρχει κάποια σκηνή στο βιβλίο που σας δυσκόλεψε κατά την συγγραφή της; Σίγουρα η σκηνή του βιασμού ήταν πολύ δύσκολη αλλά ακόμα πιο απαιτητικές ήταν οι σκηνές των εγκλημάτων συνολικά. Το να μπορέσω να μπω στο μυαλό του δολοφόνου και να αποδώσω με ακρίβεια τη σκέψη και τη συμπεριφορά του χωρίς να γλιστρήσω σε υπερβολές ήταν μεγάλη πρόκληση. Ήθελα να δείξω την αλήθεια της πράξης αλλά με σεβασμό στην τραγικότητα της κατάστασης και στο συναίσθημα των αναγνωστών.
Τί θα θέλατε να κρατήσουν οι αναγνώστες από την «Οργή που ματώνει την μέρα» αφού το ολοκληρώσουν;
Θα ήθελα οι αναγνώστες να κρατήσουν την αίσθηση ότι η σιωπή και η ανοχή έχουν συνέπειες και ότι τα τραύματα του παρελθόντος συνεχίζουν να επηρεάζουν το παρόν, γι’ αυτό οφείλουμε να τα αντιμετωπίζουμε και να τα γιατρεύουμε. Ελπίζω να σκεφτούν την ανάγκη για δικαιοσύνη, για αλήθεια αλλά και τη δύναμη της φωνής που δεν πρέπει να σωπαίνει.
Πως βιώνετε την επικοινωνία με τους αναγνώστες σας; Υπήρξε κάποιο σχόλιο ή μήνυμα που σας έκανε να δείτε διαφορετικά τη συγγραφή;
Η επικοινωνία με τους αναγνώστες είναι για εμένα από τα πιο πολύτιμα κομμάτια της συγγραφής. Μέσα από τα μηνύματα και τις συζητήσεις μαζί τους βλέπω πώς ένα κείμενο που ξεκίνησε ως προσωπική ανάγκη, μπορεί να αγγίξει διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικό για τον καθένα τρόπο. Κάποια σχόλια με έχουν συγκινήσει βαθιά γιατί μου θύμισαν ότι η γραφή συνεχίζει να έχει νόημα μόνο όταν συναντά τον άλλον. Δεν θα έλεγα ότι με έκαναν να αλλάξω τον τρόπο που γράφω αλλά σίγουρα με βοήθησαν να δω πιο καθαρά γιατί γράφω.
Υπάρχουν επόμενα συγγραφικά σχέδια που θα θέλατε να μοιραστείτε;
Ναι, υπάρχουν δύο ανολοκλήρωτα μυθιστορήματα τα οποία δουλεύω αυτή την περίοδο. Προχωρούν αργά, με τον ρυθμό που χρειάζονται, γιατί κάθε ιστορία χρειάζεται τον δικό της χρόνο για να ωριμάσει. Είναι λοιπόν νωρίς για να αποκαλύψω λεπτομέρειες, μπορώ όμως να πω πως και τα δύο κουβαλούν κάτι διαφορετικό από ό,τι έχω γράψει μέχρι σήμερα.
Δημοσίευση σχολίου